-
1 αἰνόθεν
αἰνόθεν, eigentl. = aus dem Schrecklichen ( αἰνός), Hom. einmal, Il. 7, 97, αἰνῶς verstärkend, ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ' ἔσσεται αἰνόϑεν αἰνῶς.
-
2 αἰνόθεν
-
3 ΑἸΝός
ΑἸΝός, ή, όν, ep. u. Ion. = δεινός, schrecklich, dgl. Buttmann Lexil. 1, 235; Hom. oft, δηιοτῆτι Il. 7, 40, φύλοπις 4, 15, χόλος 22, 94, κότος 16, 449, μένος 17, 565, κάματος 10, 312, τρόμος 7, 215, ὀιζύς Od. 15, 342, μόρος Il. 18, 465, ἄχος 4, 169, ὄνειρος Od. 19, 568, νεκάδεσσιν Il. 5, 886; – Pind. P. 5, 61 φόβος, 1, 15 Τάρταρος, 11, 55 ὕβρις; Soph. Ai. 692 ἄχος. – Comp. αἰνότερος Hom. einmal, Od. 11, 427, superl. αἰνότατος Hom oft, αἰνότατε Κρονίδη Il. 4, 25, αἰνοτάτη 8, 423, αἰνότ. πόλεμος Od. 8, 519, λόχος 4, 441, κακόν 12, 275, στείνει ἐν αἰνοτάτῳ Il. 8, 476, αἰνοτάτην ἔριδα 14, 389. – Advb. αἰνῶς Hom. oft, αἰνῶς δείδοικα Il. 1, 555, τεῖρε Od. 4, 441, χώσατο Il. 13, 165, αἰδέομαι 6, 441, αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ' ἔχω κακά Od. 17, 24, ἴεται 2, 327, ἄνωγεν Il. 24, 198, ἄγχι γὰρ αἰνῶς Od. 22, 136, αἰνῶς διεφαίνετο 9, 379, ἔοικεν Il. 3, 158, ἐοικότες 10, 547, φιλέεσκε Od. 1, 264, τέρπομαι 4, 597, ἥσατο 9, 353; – αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 16, 255, αἴν' ὀλοφυρόμεναι 22, 447, αἰνὰ τεκοὖσα Il. 1, 414 vgl. αἰνὰ παϑοῦσα 22, 431; – αἰνότατον περιδείδια Il. 13, 52; αἰνόϑεν αἰνῶς 7, 97; – Aesch. P. 894; Her. = sehr 4, 61. 76.
-
4 οἰόθεν
οἰόθεν, von Einem allein, von einer Seite allein; in der Il. verbunden οἰόϑεν οἶος, 7, 39. 226, verstärktes οἶος, ganz allein, allein für sich, wie αἰνόϑεν αἰνῶς, nachgeahmt von Ap. Rh. 2, 28; οὐ μὲν ἐκείνῃ οἰόϑεν οὐδ' οἶος κεφαλῇ ἐπιλάμπεται ἀστήρ, Arat. 55.
См. также в других словарях:
αινόθεν — αἰνόθεν επίρρ. (Α) [αἰνός] μόνο στη φρ. «αἰνόθεν αἰνῶ», από τρόμο σε τρόμο, τρομερότατα, φοβερότατα … Dictionary of Greek
αἰνόθεν — horror of horrors indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνόθεν — Αἶνος tale indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭНОС — • Aenus, Αίνος ή, 1. древний фракийский город эолического происхождения (Hdt. 7, 58. Thuc. 7, 57), недалеко от восточного устья Гебра (Ноm. Il. 4, 520; Αίνόθεν). Позднее это был римский вольный город, ведший богатую торговлю, н … Реальный словарь классических древностей
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek