-
1 αινοθεν
adv. только в выраж.αἰ. αἰνῶς Hom. — страшнее страшного;
λώβη τάδε ἔσσεται αἰ. αἰνῶς Hom. — это будет неслыханно страшным позором -
2 Αινοθεν
См. также в других словарях:
αινόθεν — αἰνόθεν επίρρ. (Α) [αἰνός] μόνο στη φρ. «αἰνόθεν αἰνῶ», από τρόμο σε τρόμο, τρομερότατα, φοβερότατα … Dictionary of Greek
αἰνόθεν — horror of horrors indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνόθεν — Αἶνος tale indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭНОС — • Aenus, Αίνος ή, 1. древний фракийский город эолического происхождения (Hdt. 7, 58. Thuc. 7, 57), недалеко от восточного устья Гебра (Ноm. Il. 4, 520; Αίνόθεν). Позднее это был римский вольный город, ведший богатую торговлю, н … Реальный словарь классических древностей
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek