-
1 αινόγαμοι
-
2 αἰνόγαμοι
См. также в других словарях:
αἰνόγαμοι — αἰνόγαμος fatally wedded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αινόγαμοι
2 αἰνόγαμοι
αἰνόγαμοι — αἰνόγαμος fatally wedded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)