-
1 αινίγματ'
αἰνίγματα, αἴνιγμαdark saying: neut nom /voc /acc plαἰνίγματι, αἴνιγμαdark saying: neut dat sgαἰνίγματε, αἴνιγμαdark saying: neut nom /voc /acc dual -
2 αἰνίγματ'
αἰνίγματα, αἴνιγμαdark saying: neut nom /voc /acc plαἰνίγματι, αἴνιγμαdark saying: neut dat sgαἰνίγματε, αἴνιγμαdark saying: neut nom /voc /acc dual -
3 αἰνιγματ-ώδης
αἰνιγματ-ώδης, ες, räthselhaft, Plat., auch compar. Charm. 164 e. – Adv. - ωδῶς.
-
4 αἰνιγματώδης
-
5 αινιγμα
- ατος τό1) туманная речь, загадкаτὸ αἴ. ξυντιθέναι или προβάλλειν Plat. — задавать загадку;οὐκ αἰνίγματ΄ ἀλλ΄ ἁπλῷ λόγῳ Aeschin. — не в туманных, а в ясных словах;οὐ δι΄ αἰνιγμάτων, ἀλλ΄ ἐναργῶς Aeschin. — не в виде загадок, а с полной ясностью2) иносказание, басня(Αἰσώπειον αἴ. Sext.)
-
6 αινιγματωδης
См. также в других словарях:
αἰνίγματ' — αἰνίγματα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl αἰνίγματι , αἴνιγμα dark saying neut dat sg αἰνίγματε , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek