-
1 Αίνητος
-
2 Αἴνητος
-
3 αἰνητός
-
4 αινητος
-
5 αἰνητός
1 deserving praise, praiseworthy n. pl. as subs.,αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
-
6 αἰνητός
A = αἰνετός, IG4.1607 ([place name] Cleonae), Pi.N.8.39; αἰνητὸν πάντεσσιν ἐπιχθονίοις [Arist.] Pepl.14;παράκοιτις IG14.1363
;στέμμα Epigr.Gr.247
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνητός
-
7 εὐ-αίνητος
εὐ-αίνητος, wohl gepriesen, Ὀρφεύς, Pind. P. 4, 177.
-
8 δυς-αίνητος
δυς-αίνητος, übel berüchtigt Orph. Arg. 1337, wo aber Ruhnk. δυςάντητος vermuthet.
-
9 αινητά
αἰνητόςneut nom /voc /acc plαἰνητά̱, αἰνητόςfem nom /voc /acc dualαἰνητά̱, αἰνητόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 αἰνητά
αἰνητόςneut nom /voc /acc plαἰνητά̱, αἰνητόςfem nom /voc /acc dualαἰνητά̱, αἰνητόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 αινητόν
-
12 αἰνητόν
-
13 ευαινητος
-
14 Αίνητον
-
15 Αἴνητον
-
16 Αινήτου
-
17 Αἰνήτου
-
18 αινητή
-
19 αἰνητῇ
-
20 δυσαίνητος
δῠσ-αίνητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαίνητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αινητός — αἰνητός, ή, όν (Α) ο αινετός* … Dictionary of Greek
Αἴνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητά — αἰνητός neut nom/voc/acc pl αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc/acc dual αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητόν — αἰνητός masc acc sg αἰνητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητῇ — αἰνητός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνήτου — Αἴνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνητον — Αἴνητος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαίνητος — ή μεγαίνετος, ον (Α) πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἄνητος και αἴνετος (< αἰνῶ), πρβλ. ευ αίνητος, πολυ αίνητος] … Dictionary of Greek
ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… … Dictionary of Greek
πολυαίνετος — και πολυαίνητος, ον, Α πολύαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἰνετός/ αἰνητός (< αἰνῶ «μιλώ για κάποιον, δοξάζω»), πρβλ. ευ αίνετος] … Dictionary of Greek