-
1 αικίαισι
-
2 αἰκίαισι
См. также в других словарях:
αἰκίαισι — αἰκί̱αισι , αἰκία insulting treatment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αικίαισι
2 αἰκίαισι
αἰκίαισι — αἰκί̱αισι , αἰκία insulting treatment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)