-
1 αικισμού
-
2 αἰκισμοῦ
См. также в других словарях:
αἰκισμοῦ — αἰκισμός discomfort masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αικισμού
2 αἰκισμοῦ
αἰκισμοῦ — αἰκισμός discomfort masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)