-
1 αἰκάλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰκάλος
-
2 αἰκάλλω
A flatter, wheedle, fondle, properly of dogs (cf. Phryn.PSp.36B.), c.acc., E.Andr. 630, cf. Pl.Com. 21D.;τὸν δεσπότην ᾔκαλλε Ar.Eq.48
; τὰ μὲν λόγι' αἰκάλλει με flatter, please me, ib. 211; αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν it cheers myheart. Id.Th. 869;τοὺς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.36.1
, cf. Axiop.3.4, Philostr.VA5.42:— [voice] Pass.,ὑπό τινων Plb.15.25.31
:—of a fox, σεσηρὸς αἰκάλλουσα wagging the tail fawningly, Babr.50.14.—Trag., Com., and later Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰκάλλω
-
3 αἰκάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `flatter, fondle' (trag.) specifically said of animalsOther forms: only present. αἰκάλος κόλαξ H; αἰκάλη ἀπάτη Zonar.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Looks like a denominative of forms like those given in the glosses (unless these are based on the verb). Etym. unknown.Page in Frisk: 1,38Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰκάλλω
См. также в других словарях:
αικάλλω — αἰκάλλω (Α) 1. θωπεύω, κολακεύω 2. (για σκύλους) κουνώ την ουρά κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. (που χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) προέρχεται πιθ. από το ουσ. αἰκάλος «κόλακας» (Ησύχιος), χωρίς να αποκλείεται και το… … Dictionary of Greek
αικάλη — αἰκάλη, η (Μ) κατά τον Ζωναρά «η απάτη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. συγγενές με το ρ. αἰκάλλω «κολακεύω, θωπεύω» και με το επίθ. αἰκάλος «ο κόλακας» κατά τον Ησύχιο] … Dictionary of Greek