-
1 αἰθρο-βάτης
αἰθρο-βάτης, Lustwandler, Sp. Seiltänzer, Man. 4, 278.
-
2 αἰθροβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθροβάτης
-
3 αἰθροβάτης
αἰθρο-βάτης, Luftwandler, Seiltänzer
См. также в других словарях:
αιθροβάτης — αἰθροβάτης, ο (Μ) 1. (για τον θαυματοποιό Άβαρι) αυτός που βαδίζει στον αιθέρα, αιθεροβάτης 2. σχοινοβάτης, κροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρο (< αἰθὴρ έρος) + βάτης (< βαίνω)] … Dictionary of Greek