-
1 αἰθρινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθρινός
-
2 αιθρινόν
-
3 αἰθρινόν
См. также в других словарях:
αἰθρινόν — αἰθρινός masc acc sg αἰθρινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek