Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰθρη-γενής

См. также в других словарях:

  • αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] …   Dictionary of Greek

  • ιερογενής — ἱερογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που γέννησε ιερό τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. αιθρη γενής, θεη γενής] …   Dictionary of Greek

  • ονειρογενής — ὀνειρογενής, ές (Α) αυτός που είναι πλάσμα τής φαντασίας, ονειρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρος + γενής (< γένος), πρβλ. αιθρη γενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»