Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰθιοπικῶν

См. также в других словарях:

  • Αἰθιοπικῶν — Αἰθιοπικός Burnt face fem gen pl Αἰθιοπικός Burnt face masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθιοπικῶν — Αἰθιοπικός Burnt face fem gen pl Αἰθιοπικός Burnt face masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Τιγκρέ — οι, Ν 1. εθνολ. πληθυσμός τών αιθιοπικών κεντρικών υψιπέδων που μαζί με τους Αμχάρα συνθέτουν πάνω από το ένα τέταρτο τού πληθυσμού τής Αιθιοπίας και ήταν παγκόσμια γνωστοί για αιώνες ως Αβησσυνοί 2. φρ. «γλώσσα Τιγκρέ» σημιτική γλώσσα η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπικά — Ερωτικό μυθιστόρημα σε 10 βιβλία, που γράφτηκε από τον Ηλιόδωρο τον Εμεσηνό, τον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ. Το μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται και Σύνταγμα των περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν Αιθιοπικών, αφηγείται τον έρωτα και τις περιπέτειες του Θεαγένη,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Τάτιος, Αχιλλεύς — Αλεξανδρινός μυθιστοριογράφος (4ος αι. μ.Χ.). Ήταν μεταγενέστερος του συγγραφέα των Αιθιοπικών Ηλιόδωρου και το κυριότερο έργο του τιτλοφορείται Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα. Το έργο αυτό αποτελείται από 8 βιβλία και έχει πολλές ομοιότητες με… …   Dictionary of Greek

  • Τρίκαλα — I Πόλη της δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στο κένρο της δυτικής λεκάνης της Θεσσαλίας, που ονομάζεται πεδιάδα των T., διαρρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο, ο οποίος με τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»