-
21 Αἰθίοψ
AΑἰθιοπῆες Il.1.423
, whence nom. : ([etym.] αἴθω, ὄψ):—properly, Burnt-face, i.e. Ethiopian, negro, Hom., etc.; prov., Αἰθίοπα σμήχειν 'to wash a blackamoor white', Luc.Ind. 28.II Adj., Ethiopian,Αἰθιοπὶς γλῶσσα Hdt.3.19
;γῆ A.Fr. 300
, E.Fr.228.4: Subst. Αἰθιοπίς, ἡ, title of Epic poem in the Homeric cycle; also name of a plant, silver sage, Salvia argentea, Dsc.4.104:— also [full] Αἰθιόπιος, α, ον, E.Fr. 349: [full] Αἰθιοπικός, ή, όν, Hdt., etc.; Αἰ. κύμινον, = ἄμι, Hp.Morb.3.17, Dsc. 3.62:—Subst. [full] Αἰθιοπία, ἡ, Hdt., etc.2 red-brown, AP7.196 (Mel.), cf. Ach. Tat.4.5. -
22 θανατήφορος
θᾰνᾰτήφορ-ος, ον,A death-bringing, (lyr.); περίοδος θ. cycle of mortality, Pl.R. 617d; of hurts or accidents, Hp.Art.48; of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.17.6; ῥίζα ἐν Αἰθιοπία, of arrow-poison, Acokanthera Schimperi, Thphr.HP9.15.2; ; γένεθλα.. θ. κεῖται causing death by contagion, S.OT 181 (lyr.); πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ. X.HG2.3.32; ; δίκαι capital trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.);ἐπιστολή Hdn.4.12.8
;περιστάσεις Vett.Val.225.7
. Adv.-ρως, νοσεῖν Phld.Rh.2.148S.
: neut. sg. as Adv.,ἐπλήγη οὐχὶ -φόρον Aen.Tact.27.9
; but - φόρον ᾄδειν to sing a death song, AP11.186 (Nicarch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήφορος
-
23 παρόριος
A v. παρόρειος.II ([etym.] ὅρος) on the border or edge, Plu. 2.366b: c. dat., τῇ Αἰθιοπίᾳ bordering on, OGI168.57 (Syene, ii B.C.).III ([etym.] ὅρος) παρόρια, τά, boundaries,τῆς πόλεως POxy.1475.22
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόριος
-
24 προσσκηνέω
A to be adjacent, ἐν Αἰθιοπία καὶ τοῖς -οῦσιν αὐτὴν τόποις prob. for προσκυνοῦσιν in Nech. in Cat.Cod Astr.7.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσκηνέω
-
25 ῥινόκερως
A the Rhinoceros or Nose-horn, Callix.2, Str. 16.4.15, Ael.NA17.44, IG14.1302 ([place name] Praeneste); ῥ. λίθος, of its horn, Cyran.36.3 = ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ, Hsch. (perh. hornbill).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥινόκερως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰθιοπία — Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιόπιος Burnt face fem nom/voc/acc dual Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιόπιος Burnt face fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc/acc dual Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίᾳ — Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιόπιος Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίαι , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc pl Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιοπία Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — η χώρα της ΒΑ Αφρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰθιοπίας — Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιόπιος Burnt face fem acc pl Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιόπιος Burnt face fem gen sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιοπία Burnt face fem acc pl Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιοπία Burnt face fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίαι — Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιόπιος Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc pl Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιοπία Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίαν — Αἰθιοπίᾱν , Αἰθιόπιος Burnt face fem acc sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱν , Αἰθιοπία Burnt face fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эфиопия — (Αίθιοπία) неопределенный термин древнегреческой географии, означающий страну людей с пылающими (может быть, обожженными) лицами , лежащую где то к югу, где кульминирует бог солнца, где люди живут в обществе богов, благочестивы, блаженны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Эфиопия — (Αίθιοπία) неопределенный термин древнегреческой географии, означающий страну людей с пылающими (может быть, обожженными) лицами , лежащую где то к югу, где кульминирует бог солнца, где люди живут в обществе богов, благочестивы, блаженны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… … Dictionary of Greek