-
1 Αιθιοπία
Αἰθιοπίᾱ, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem nom /voc /acc dualΑἰθιοπίᾱ, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίᾱ, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc /acc dualΑἰθιοπίᾱ, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Αἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίαι, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc plΑἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αιθιοπια
ион. Αἰθιοπίη ἥ Эфиопия (страна в Африке, между южн. границей Египта и Индийским океаном) Her., Thuc. -
3 Αἰθιοπία
Βλ. λ. Αιθιοπία -
4 Αἰθιοπίᾳ
Βλ. λ. Αιθιοπία -
5 Αιθιοπία
η Эфиопия -
6 Αιθιοπία
ηÄthiopien n -
7 Αιθιοπίας
Αἰθιοπίᾱς, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc plΑἰθιοπίᾱς, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem gen sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίᾱς, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc plΑἰθιοπίᾱς, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Αἰθιοπίας
Αἰθιοπίᾱς, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc plΑἰθιοπίᾱς, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem gen sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίᾱς, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc plΑἰθιοπίᾱς, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 Αιθιοπίαι
Αἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc plΑἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 Αἰθιοπίαι
Αἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc plΑἰθιοπίᾱͅ, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 Αιθιοπίαν
Αἰθιοπίᾱν, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίᾱν, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 Αἰθιοπίαν
Αἰθιοπίᾱν, ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc sg (attic doric aeolic)Αἰθιοπίᾱν, ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 Αιθιοπίη
ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem nom /voc sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem dat sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem dat sg (epic ionic) -
14 Αιθιοπίαις
-
15 Αἰθιοπίαις
-
16 Αιθιοπίην
ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc sg (epic ionic) -
17 Αἰθιοπίην
ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem acc sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem acc sg (epic ionic) -
18 Αιθιοπίης
ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem gen sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem gen sg (epic ionic) -
19 Αἰθιοπίης
ΑἰθιόπιοςBurnt-face: fem gen sg (epic ionic)ΑἰθιοπίαBurnt-face: fem gen sg (epic ionic) -
20 Νεῖλος
Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) I. 2.42 μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) I. 6.23 Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) P. 4.56 test., Philostratus Maior, imag. I. 5.2, ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα ( δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰθιοπία — Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιόπιος Burnt face fem nom/voc/acc dual Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιόπιος Burnt face fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc/acc dual Αἰθιοπίᾱ , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίᾳ — Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιόπιος Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίαι , Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc pl Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιοπία Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — η χώρα της ΒΑ Αφρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰθιοπίας — Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιόπιος Burnt face fem acc pl Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιόπιος Burnt face fem gen sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιοπία Burnt face fem acc pl Αἰθιοπίᾱς , Αἰθιοπία Burnt face fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίαι — Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιόπιος Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπία Burnt face fem nom/voc pl Αἰθιοπίᾱͅ , Αἰθιοπία Burnt face fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίαν — Αἰθιοπίᾱν , Αἰθιόπιος Burnt face fem acc sg (attic doric aeolic) Αἰθιοπίᾱν , Αἰθιοπία Burnt face fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эфиопия — (Αίθιοπία) неопределенный термин древнегреческой географии, означающий страну людей с пылающими (может быть, обожженными) лицами , лежащую где то к югу, где кульминирует бог солнца, где люди живут в обществе богов, благочестивы, блаженны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Эфиопия — (Αίθιοπία) неопределенный термин древнегреческой географии, означающий страну людей с пылающими (может быть, обожженными) лицами , лежащую где то к югу, где кульминирует бог солнца, где люди живут в обществе богов, благочестивы, блаженны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… … Dictionary of Greek