-
1 αἰθερο-δρόμος
αἰθερο-δρόμος, den Aether durchlaufend, πετεινά Ar. Av. 1393.
-
2 αἰθεροδρόμος
αἰθερο-δρόμος, ον,A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393;ὧραι IG12(5).891
(Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 ([place name] Corcyra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθεροδρόμος
-
3 αἰθεροδρόμος
-
4 αιθεροδρομος
См. также в других словарях:
αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] … Dictionary of Greek