-
21 Αἰθιοπῆες
-
22 Αιθιοπήων
-
23 Αἰθιοπήων
-
24 Αιθιοπίδα
-
25 Αἰθιοπίδα
-
26 Αιθιοπίδι
-
27 Αἰθιοπίδι
-
28 Αιθιοπίδος
-
29 Αἰθιοπίδος
-
30 Αιθιοπίς
-
31 Αἰθιοπίς
-
32 Αιθιόπεσσι
-
33 Αἰθιόπεσσι
-
34 Αιθιόπεσσιν
-
35 Αἰθιόπεσσιν
-
36 Αιθιόπων
-
37 Αἰθιόπων
-
38 Αιθίοπα
-
39 Αἰθίοπα
-
40 Αιθίοπας
См. также в других словарях:
Αἰθίοψ — Burnt face masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηφαίστου, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αιθίοπες και η Αιθιοπία. Πιστεύεται πως η σχέση με τον σιδηρουργό Ήφαιστο οφείλεται στο μαύρο χρώμα των Αιθιόπων. * * * Αἰθίοψ ( οπος), ο (Α) βλ. Αιθίοπας. Στη Μυκηναϊκή… … Dictionary of Greek
αιθίοψ ο σεμνοπίθηκος — Επιστημονική ονομασία γένους πιθήκων. Βλ. λ. σεμνοπίθηκοι … Dictionary of Greek
Αἰθιοπῆας — Αἰθίοψ Burnt face masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπῆες — Αἰθίοψ Burnt face masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπήων — Αἰθίοψ Burnt face masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδα — Αἰθίοψ Burnt face fem acc sg Αἰθιοπίς Burnt face fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδι — Αἰθίοψ Burnt face fem dat sg Αἰθιοπίς Burnt face fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδος — Αἰθίοψ Burnt face fem gen sg Αἰθιοπίς Burnt face fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίς — Αἰθίοψ Burnt face fem nom sg Αἰθιοπίς Burnt face fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπεσσι — Αἰθίοψ Burnt face masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)