Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰθάλη

См. также в других словарях:

  • αἰθάλη — soot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλῃ — αἰθάλη soot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • αιθάλη — η καπνιά, φούμο: Η αιθάλη χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυπογραφικών μελανιών και χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰθάλαι — αἰθάλη soot fem nom/voc pl αἰθάλᾱͅ , αἰθάλη soot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάληι — αἰθάλῃ , αἰθάλη soot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλέων — αἰθάλη soot fem gen pl (epic ionic) αἰθαλέος smoky fem gen pl αἰθαλέος smoky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλῶν — αἰθάλη soot fem gen pl αἰθαλόω to soil with soot pres part act masc voc sg (doric aeolic) αἰθαλόω to soil with soot pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) αἰθαλόω to soil with soot pres part act masc nom sg αἰθαλόω to soil with soot… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλαις — αἰθάλη soot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλην — αἰθάλη soot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθάλης — αἰθάλη soot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»