-
1 αιζήιος
-
2 αἰζήιος
-
3 αἰζήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰζήϊος
-
4 αἰζήιος
αἰζηός, αἰζήιος: vigorous; with ἀνήρ, and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘lusty,’ ‘doughty youths.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰζήιος
-
5 αἰζηός
A in full bodily strength, vigorous; in Hom. as Adj.,ἀνέρι.. αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Il.16.716
, cf. 23.432; of a stout, lusty slave, τεσσερακονταέτης αἰ. Hes.Op. 441, cf. Th. 863:— freq. as Subst., Il.2.660, Od.12.440, Call.Jov.70, A.R.4.268, Nic.Al. 176, etc.;κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.95
. -
6 αἰζηός
αἰζηός, αἰζήιος: vigorous; with ἀνήρ, and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘lusty,’ ‘doughty youths.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰζηός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский