-
1 ἀΐδυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐδυλος
-
2 ἀΐδυλος
Grammatical information: adj.Meaning: θρασύς (H., EM).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Wrong for ἀΐδηλος (Ε 897)? Otherwise Leumann Glotta 32, 218 A. 4. Fur. 262f compares αἴσυλος.Page in Frisk: 1,35Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀΐδυλος
См. также в других словарях:
αΐδυλος — ἀίδυλος, ον (Α) κατά τον Ησύχιο «θρασύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ.… … Dictionary of Greek