-
41 αιδοιέστατοι
-
42 αἰδοιέστατοι
-
43 αιδοιέστατος
-
44 αἰδοιέστατος
-
45 αιδοιότερος
-
46 αἰδοιότερος
-
47 αιδοίαις
-
48 αἰδοίαις
-
49 αιδοίαν
-
50 αἰδοίαν
-
51 αιδοίηι
-
52 αἰδοίηι
-
53 αιδοίην
-
54 αἰδοίην
-
55 αιδοίησ'
-
56 αἰδοίῃσ'
-
57 αιδοίησι
-
58 αἰδοίῃσι
-
59 αιδοίοιο
αἰδοί̱οιο, αἰδοῖονprivy parts: neut gen sg (epic)αἰδοί̱οιο, αἰδοῖοςhaving a claim to regard: masc /neut gen sg (epic) -
60 αἰδοίοιο
αἰδοί̱οιο, αἰδοῖονprivy parts: neut gen sg (epic)αἰδοί̱οιο, αἰδοῖοςhaving a claim to regard: masc /neut gen sg (epic)
См. также в других словарях:
αιδοίος — αἰδοῑος, α, ον (Α) 1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός 2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας 3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος 4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός,… … Dictionary of Greek
αἰδοῖος — having a claim to regard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιέστατον — αἰδοῖος having a claim to regard masc acc superl sg αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιέστατοι — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιέστατος — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῖαι — αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῖοι — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιότερον — αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard adverbial comp αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard masc acc comp sg αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιότατον — αἰδοῑότατον , αἰδοῖος having a claim to regard masc acc superl sg αἰδοῑότατον , αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῖον — privy parts neut nom/voc/acc sg αἰδοῖος having a claim to regard masc acc sg αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοία — αἰδοί̱ᾱ , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc/acc dual αἰδοί̱ᾱ , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)