-
1 αιδοίαις
-
2 αἰδοίαις
См. также в других словарях:
αἰδοίαις — αἰδοί̱αις , αἰδοῖος having a claim to regard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιδοίαις
2 αἰδοίαις
αἰδοίαις — αἰδοί̱αις , αἰδοῖος having a claim to regard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)