-
1 αιδοιέστατον
αἰδοῖοςhaving a claim to regard: masc acc superl sgαἰδοῖοςhaving a claim to regard: neut nom /voc /acc superl sg -
2 αἰδοιέστατον
αἰδοῖοςhaving a claim to regard: masc acc superl sgαἰδοῖοςhaving a claim to regard: neut nom /voc /acc superl sg -
3 αἰδοῖος
αἰδοῑος (superl. αἰδοιέστατος, αἰδοιότατος coni.)1 revered, honoured κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (v. 1. - έστατον.) O. 3.42αἰδοία Χάρις O. 6.76
αἰδοίαν χάριν O. 7.89
“ ἀνδρὸς αἰδοίου.” P. 4.29 αἰδοιότατον γέρας (Er. Schmid.: αἰδοιέστατον codd.) P. 5.18 αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (ἀμφίβολον. ἤτοι γὰρ αὐτὸς ἦν ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς, ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν. Σ.) I. 2.37 ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
См. также в других словарях:
αἰδοιέστατον — αἰδοῖος having a claim to regard masc acc superl sg αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)