-
1 αἰγ-όνυξ
-
2 αἰγόνυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγόνυξ
-
3 αἰγόνυξ
См. также в других словарях:
κοιλώνυξ — κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α) (για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγ ώνυξ, χαλκ ώνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek