-
1 αιγιπους
-
2 αιγιποδης
См. также в других словарях:
αιγίπους — αἰγίπους ( ποδος), ουν (Α) ο αιγιπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πούς] … Dictionary of Greek
αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] … Dictionary of Greek