1 αιγιβοσις
Древнегреческо-русский словарь > αιγιβοσις
αιγίβοσις — αἰγίβοσις ( εως), η (Α) βοσκή κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βόσις «τροφή ζώων»] … Dictionary of Greek
αἰγίβοσιν — αἰγίβοσις goat pasture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)