-
1 αἰγόστασις
αἰγό-στασις, ἡ,A goat-pen, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγόστασις
См. также в других словарях:
ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… … Dictionary of Greek