-
1 Αιγυπτίη
Αἰγύπτιοςin Egyptian style: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Αἰγύπτιοςin Egyptian style: fem dat sg (epic ionic) -
2 αιγυπτίη
αἰγυπτίαin Egyptian style: fem nom /voc sg (epic ionic)——————αἰγυπτίαin Egyptian style: fem dat sg (epic ionic) -
3 Αιγυπτιη
ἡ (sc. γυνή) египтянка Hom. -
4 Αἰγυπτίη
Βλ. λ. Αιγυπτίη -
5 Αἰγυπτίῃ
Βλ. λ. Αιγυπτίη -
6 αἰγυπτίη
Βλ. λ. αιγυπτίη -
7 αἰγυπτίῃ
Βλ. λ. αιγυπτίη -
8 Αἰγύπτιος
2 [full] αἰγυπτία, ἡ, name of an ointment, Gal.13.643, etc. [In Hom. Αἰγυπτίη, Αἰγυπτίων, etc., are trisyll., Od.4.83, etc.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰγύπτιος
См. также в других словарях:
Αἰγυπτίη — Αἰγύπτιος in Egyptian style fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίη — αἰγυπτία in Egyptian style fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτίῃ — Αἰγύπτιος in Egyptian style fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίῃ — αἰγυπτία in Egyptian style fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)