-
1 αιγυπιος
-
2 αιγυπιός
-
3 αἰγυπιός
-
4 αἰγυπιός
-
5 αἰγυπιός
αἰγῠπιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγυπιός
-
6 αἰγυπιός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰγυπιός
-
7 αἰγυπιός
-
8 αἰγυπιός
Grammatical information: m.Meaning: `vulture' (Il.).Other forms: αἰγίποψ ἀετός ὑπὸ Μακεδόνων EM 28, 19.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Compared with Skt. r̥ji-pyá-, epithet of the bird śyená- (`eagle, falcon'), Av. ǝrǝzi-fya- (cf. ἄρξιφος ἀετὸς παρὰ Πέρσαις H.). The form would have been influenced by αἴξ and γύψ. But expected *αρC- does not provide a basis for introducing αἰγ-. - Fur. 364 compares the gloss αἰγίποψ, which is evidently a form of the same word; that it is Macedonian confirms its reality. A variation i\/u is well known in substr. words ( μόλιβος\/ μόλυβδος, μάρσιππος\/ μάρσυππος); - οπ- is a suffix in Pre-Greek. γύψ is itself no doubt a substr. word (but see s.v.); is it a variant of *αγυπ-, with proth. vowel (or did it have a palatalized g')? Cf. Thompson Birds s. v.Page in Frisk: 1,33Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰγυπιός
-
9 ορνις
ὅ и ἥ ( в двухсложных формах ῐ и ῑ, в трехсложных - ῑ)(gen. ὄρνῑθος - дор. ὄρνῑχος, dat. ὄρνιτι, acc. ὄρνῑθα и ὄρνιν - дор. ὄρνιχα; pl.: ὄρνῑθες и ὄρνεις - дор. ὄρνιχες, gen. ὄρνεων - дор. ὀρνίχων, dat. ὄρνισι - дор. ὄρνιξιν и ὀρνίχεσσι, acc. ὄρνιθας, ὄρνεις и ὄρνις)
1) птицаὄ. αἰγυπιός Hom. — коршун;
κύκνος ὄ. Eur. — лебедь;ὀρνίθων γάλα Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое счастье;Μοισᾶν ὄρνιχες Theocr., — птицы Муз, т.е. поэты;2) (= οἰωνός См. οιωνος) вещая птицаδεξιὸς ὄ. Hom. — птица, предвещающая успех;
ἀριστερὸς ὄ. Hom. — зловещая птица3) знамение, предзнаменование, примета -
10 αιγυπιοίς
-
11 αἰγυπιοῖς
-
12 αιγυπιοίσι
-
13 αἰγυπιοῖσι
-
14 αιγυπιοίσιν
-
15 αἰγυπιοῖσιν
-
16 αιγυπιού
-
17 αἰγυπιοῦ
-
18 αιγυπιοί
-
19 αἰγυπιοί
-
20 αιγυπιούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰγυπιός — vuliure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
αἰγυπιοῖς — αἰγυπιός vuliure masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῖσι — αἰγυπιός vuliure masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῖσιν — αἰγυπιός vuliure masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοί — αἰγυπιός vuliure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῦ — αἰγυπιός vuliure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιούς — αἰγυπιός vuliure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιῶν — αἰγυπιός vuliure masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιῷ — αἰγυπιός vuliure masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιόν — αἰγυπιός vuliure masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)