-
1 αιγυπιος
-
2 ορνις
ὅ и ἥ ( в двухсложных формах ῐ и ῑ, в трехсложных - ῑ)(gen. ὄρνῑθος - дор. ὄρνῑχος, dat. ὄρνιτι, acc. ὄρνῑθα и ὄρνιν - дор. ὄρνιχα; pl.: ὄρνῑθες и ὄρνεις - дор. ὄρνιχες, gen. ὄρνεων - дор. ὀρνίχων, dat. ὄρνισι - дор. ὄρνιξιν и ὀρνίχεσσι, acc. ὄρνιθας, ὄρνεις и ὄρνις)
1) птицаὄ. αἰγυπιός Hom. — коршун;
κύκνος ὄ. Eur. — лебедь;ὀρνίθων γάλα Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое счастье;Μοισᾶν ὄρνιχες Theocr., — птицы Муз, т.е. поэты;2) (= οἰωνός См. οιωνος) вещая птицаδεξιὸς ὄ. Hom. — птица, предвещающая успех;
ἀριστερὸς ὄ. Hom. — зловещая птица3) знамение, предзнаменование, примета
См. также в других словарях:
αἰγυπιός — vuliure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
αἰγυπιοῖς — αἰγυπιός vuliure masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῖσι — αἰγυπιός vuliure masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῖσιν — αἰγυπιός vuliure masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοί — αἰγυπιός vuliure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιοῦ — αἰγυπιός vuliure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιούς — αἰγυπιός vuliure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιῶν — αἰγυπιός vuliure masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιῷ — αἰγυπιός vuliure masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπιόν — αἰγυπιός vuliure masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)