-
1 αιγοκεφαλος
См. также в других словарях:
κριοκέφαλος — η, ο (Α κριοκέφαλος, ον) νεοελλ. ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες αρχ. αυτός που έχει κεφάλι κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο κέφαλος, βου κέφαλος] … Dictionary of Greek
χοιροκέφαλος — ον, Μ αυτός που έχει κεφάλι χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος, κριο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ταυροκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος] … Dictionary of Greek