Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αἰγο-κέφᾰλος

См. также в других словарях:

  • κριοκέφαλος — η, ο (Α κριοκέφαλος, ον) νεοελλ. ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες αρχ. αυτός που έχει κεφάλι κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο κέφαλος, βου κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • χοιροκέφαλος — ον, Μ αυτός που έχει κεφάλι χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος, κριο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • ταυροκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»