-
1 αιγλοφανης
См. также в других словарях:
αιγλοφανής — αἰγλοφανής, ὲς (Α) ακτινοβόλος, φωτοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + φανὴς < ἐφάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. φαίνω] … Dictionary of Greek
αἰγλοφανεῖς — αἰγλοφανής radiant masc/fem acc pl αἰγλοφανής radiant masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)