-
1 αιγιόχου
-
2 αἰγιόχου
-
3 αἰγί-οχος
αἰγί-οχος, die Aegis haltend, Hom. nur Beiw. des Zeus, s. αἰγίς; meist in der Form αἰγιόχοιο, oft αἰγιόχοιο Διός z. B. Iliad. 1, 202. 222 u. Διὸς αἰγιόχοιο z. B. 2, 348. 491. 598. 787, Διὸς γόνον αἰγιόχοιο Iliad. 5, 635, Δ. δόμον αἰγ. 8, 375, Δ. παῖς αἰγ. 13, 825, Δ. κτύπον αἰγ, 15, 379, Δ. τέρας αἰγ. Iliad. 5, 742. 12, 209 Od. 16, 320, Δ. νόον (-ος) αἰγ. Iliad. 14, 160. 252. 15, 242 Od. 5, 103. 137. 24, 164, Διὸς κρείσσων νόος αἰγιόχοιο Iliad. 17, 176; andere Formen nur viermal, Διὸς αἰγιόχου Od. 9, 275, αἰγίοχος Κρονίδης Ζεύς Iliad. 2, 375, Ζεύς τ' αἰγίοχος Iliad. 8, 287 Od. 15, 245. – Sp. D. auch Athene.
См. также в других словарях:
αἰγιόχου — αἰγίοχος veho masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek