-
1 Αἰγιπόδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰγιπόδης
-
2 Αιγιπόδη
-
3 Αἰγιπόδη
-
4 Αιγιπόδην
-
5 Αἰγιπόδην
-
6 αιγιπόδη
-
7 αἰγιπόδη
-
8 αιγιπόδην
-
9 αἰγιπόδην
-
10 αιγοπόδης
-
11 αἰγοπόδης
-
12 αιγίποδας
-
13 αἰγίποδας
-
14 αιγίπουν
-
15 αἰγίπουν
-
16 αιγίπους
-
17 αἰγίπους
-
18 αἰγοπόδης
A = αἰγιπόδης, APl.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγοπόδης
См. также в других словарях:
αιγιπόδης — αἰγιπόδης, ο (Α) γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πόδης < πούς, δός] … Dictionary of Greek
Αἰγιπόδη — Αἰγιπόδης goat footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιπόδη — αἰγιπόδης goat footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιπόδην — Αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιπόδην — αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγοπόδης — αἰγιπόδης goat footed masc nom sg αἰγοπόδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίποδας — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίπουν — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίπους — αἰγίπους ( ποδος), ουν (Α) ο αιγιπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πούς] … Dictionary of Greek
αιγοπόδης — αἰγοπόδης, ο (Α) ο αιγιπόδης* … Dictionary of Greek