-
1 αιγινομευς
-
2 αιγινομος
См. также в других словарях:
Αιγινομεύς — αἰγινομεύς, ο (Α) ο αιγινόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νομεύς, «βοσκός» < νέμω] … Dictionary of Greek
αἰγινομῆες — αἰγινομεύς goatherd masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγινομῆι — αἰγινομεύς goatherd masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)