Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰγικός

См. также в других словарях:

  • αιγικός — ή, ό (Α αἰγικός, ή, ὸν) [αἴξ] αυτός που προέρχεται από κατσίκα, γιδήσιος …   Dictionary of Greek

  • αἰγικόν — neut nom/voc/acc sg αἰγικός masc acc sg αἰγικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγινος — αἴγινος, η, ον (Α) [αἴξ] 1. ο αιγικός* 2. ως ουσ. ονομασία τού φυτού κώνειο και τού δηλητηρίου που προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»