-
1 Αιγιαλοί
-
2 Αἰγιαλοί
-
3 αιγιαλοί
-
4 αἰγιαλοί
-
5 εὔ-ορμος
-
6 ἀγχι-βαθής
ἀγχι-βαθής, ές, nahe am Gestade tief ϑάλασσα, Od. 5, 413 ( ἅπαξ εἰρημ.); übh. tief, Plat. Critia. 111 a; Plut.; öfter λιμήν Strabo. V, 222; ἀκταί, Küsten, an denen das Meer tief, Arist. H. A. 5, 14; αἰγιαλοί Ath. VIII, 358 b; ἠϊών Opp. H. 5, 60; – übh. tief, τόποι Plut.
-
7 ἀλι-μῡρής
-
8 αναπεπταμενος
-
9 σωρεύω
A heap one thing on another,τι πρός τι Arist.Rh. 1390b18
;ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150
;ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6
;ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22
, Ep.Rom. 12.20;περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33
;νεκρούς D.S.12.62
;πλοῦτον Id.1.62
, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—[voice] Pass., Arist.GC 325b22, Plb.16.11.4;οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr. 480
.II heap with something, c. gen.,αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9
: c. dat.,σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9
;αὐχένας στέμμασι AP7.233
(Apollonid.): metaph.,γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6
. -
10 ἁλιμυρής
2 salt-surging,πόντος Epigr.Gr.256
([place name] Cyprus); of the flowing sea,ἀφρός APl.4.180
(Democr.).II = ἁλίκλυστος, πέτρη, αἰγιαλοί, A. R. 1.913, Phanocl.1.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιμυρής
См. также в других словарях:
Αἰγιαλοί — Αἰγιαλός sea shore masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοί — αἰγιαλός sea shore masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
ψηφιδοπαγής — ές, Ν φρ. «ψηφιδοπαγείς αιγιαλοί» γεωλ. θαλάσσια ιζήματα, οι κόκκοι τών οποίων έχουν συγκολληθεί στο επίπεδο τής πλήμμης σχηματίζοντας πλάκες πάχους μερικών εκατοστομέτρων, αλλ. παραλιακοί ψαμμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + παγής (θ. παγ τού… … Dictionary of Greek