Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰγελάτης

См. также в других словарях:

  • αιγελάτης — αἰγελάτης, ο (Α) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ελάτης < ἐλαύνω] …   Dictionary of Greek

  • αἰγελάτης — goatherd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγελάτην — αἰγελάτης goatherd masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»