-
1 αιγελάτης
-
2 αἰγελάτης
-
3 αιγελατης
-
4 αἰγελάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγελάτης
-
5 αἰγελάτης
αἰγ-ελάτης, Ziegentreiber, hirt -
6 αιγελάτην
-
7 αἰγελάτην
См. также в других словарях:
αιγελάτης — αἰγελάτης, ο (Α) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ελάτης < ἐλαύνω] … Dictionary of Greek
αἰγελάτης — goatherd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγελάτην — αἰγελάτης goatherd masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek