-
1 αἰακίς
-
2 αἰακίς
-
3 αἰακίς
См. также в других словарях:
αιακίς — αἰακίς, ίδος, η (Α) κύλιξ, ποτήρι (Αθήναιος) … Dictionary of Greek
1 αἰακίς
2 αἰακίς
3 αἰακίς
αιακίς — αἰακίς, ίδος, η (Α) κύλιξ, ποτήρι (Αθήναιος) … Dictionary of Greek