-
1 αυξήση
αὐξήσηι, αὔξησιςgrowth: fem dat sg (epic)αὐξάνωincrease: aor subj mid 2nd sgαὐξάνωincrease: aor subj act 3rd sgαὐξάνωincrease: fut ind mid 2nd sg -
2 αὐξήσῃ
αὐξήσηι, αὔξησιςgrowth: fem dat sg (epic)αὐξάνωincrease: aor subj mid 2nd sgαὐξάνωincrease: aor subj act 3rd sgαὐξάνωincrease: fut ind mid 2nd sg -
3 αύξηση
1) augmentation2) increase3) rise4) upswingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αύξηση
-
4 αυξήσηι
αὔξησιςgrowth: fem dat sg (epic)αὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: aor subj mid 2nd sgαὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: aor subj act 3rd sgαὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: fut ind mid 2nd sg -
5 αὐξήσηι
αὔξησιςgrowth: fem dat sg (epic)αὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: aor subj mid 2nd sgαὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: aor subj act 3rd sgαὐξήσῃ, αὐξάνωincrease: fut ind mid 2nd sg -
6 raising factor
French\ \ facteur d'extensionGerman\ \ HochrechnungsfaktorDutch\ \ ophoogfactorItalian\ \ fattore attivanteSpanish\ \ factor de aumento; factor de expansiónCatalan\ \ factor d'expansióPortuguese\ \ factor de expansão; fator de expansão (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ opregningsfaktor; vægtkoeffcientNorwegian\ \ oppregningsfaktorSwedish\ \ uppräkningsfaktorGreek\ \ αύξηση παράγονταFinnish\ \ otospaino; painokerroinHungarian\ \ növelõ tényezõTurkish\ \ yükselten etken; yükselten faktörEstonian\ \ -Lithuanian\ \ pakėlimo daugiklisSlovenian\ \ -Polish\ \ czynnik rozwinięcia; czynnik wzrostuRussian\ \ увеличивающий факторUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hækka þátturEuskara\ \ faktore biltzekoFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ عامل رفعAfrikaans\ \ verheffingsfaktorChinese\ \ ( 抽 烟 推 断 中 的 ) 增 大 因 子Korean\ \ -
См. также в других словарях:
αύξηση — η 1. μεγάλωμα, πλήθεμα, ανάπτυξη: Η αύξηση της παραγωγής είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. 2. (γραμμ.), η κατά μία συλλαβή επέκταση του θέματος των ρημάτων στον παρατατικό και τον αόριστο: χτίζω, έ χτιζα, έ χτισα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
αὐξήσῃ — αὐξήσηι , αὔξησις growth fem dat sg (epic) αὐξάνω increase aor subj mid 2nd sg αὐξάνω increase aor subj act 3rd sg αὐξάνω increase fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
αζωτόρροια — Αύξηση της ποσότητας του αζώτου που περιέχεται στα κόπρανα, σε σύγκριση με το άζωτο που εισέρχεται στον οργανισμό με την τροφή. Η αύξηση αυτή αποτελεί σημαντικό σύμπτωμα της ανεπάρκειας του παγκρέατος και μπορεί να διαγνωστεί σε μερικές… … Dictionary of Greek
μεγαλοκεφαλία — Αύξηση των διαστάσεων του κεφαλιού πέρα από σύνηθες, εξαιτίας της ταυτόχρονης αύξησης του κρανίου και του εγκέφαλου. Η μ. είναι άλλοτε φυσιολογική και άλλοτε παθολογική. Διακρίνεται σε μεγαλοκεφαλία και γιγαντοκεφαλία. Για μ. διακρίνονται οι… … Dictionary of Greek
μυελοσκλήρυνση — Αύξηση του ινώδους ιστού μέσα στο μυελό των οστών, η οποία διαταράσσει την παραγωγή των συστατικών του αίματος … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek