-
1 неразлучный
неразлучный αχώριστος* \неразлучныйые друзья οι αχώριστοι φίλοι* * *неразлу́чные друзья́ — οι αχώριστοι φίλοι
-
2 неотлучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαχώριστος•неотлучный спутник αχώριστος συνοδοιπόρος.
-
3 неотделимый
αξεχώριστοςαχώριστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неотделимый
-
4 неотделимый
неотделимыйприл ἀναπόσπαστος, ἀδιαχώριστος, ἀχώριστος. -
5 неотлучный
неотлу́чн||ыйприл ἀχώριστος / παν-τοτεινός (постоянный). -
6 нераздельный
нераздельныйприл ἀδιαίρετος, ἀξε-χώριστος, ἀχώριστος, ἀναπόσπαστος. -
7 неразлучный
неразлу́чн||ыйприл ἀχώριστος:\неразлучныйые друзья οἱ ἀχώριστοι φίλοι. -
8 неотлучный
[νιατλοότσνυϊ] εκ. αχώριστος -
9 неотлучный
[νιατλοότσνυϊ] επ αχώριστος -
10 безотлучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαχώριστος, μόνιμος, σταθερός•безотлучный сторож φύλακας κέρβερος.
-
11 настольный
επ.1. επιτραπέζιος•-аи лампа επιτραπέζια λάμπα•
-ые часы επιτραπέζιο ω-ρολόι•
настольный календарь επιτραπέζιο ημερολόγιο.
2. μτφ. αγαπητός, αχώριστος•-ая книга αγαπητό βιβλίο.
-
12 неотделимый
επ., βρ: -лим, -а, -оαδιαχώριστος, αξεχώριστός, αχώριστος, αναπόσπαστος άρρηκτος, αδιάρρηκτος. -
13 нераздельный
επ., βρ: -лен, -льна, -лью; αδιαίρετος• αχώριστος, αδιαχώριστος• αμέριστος. || ενιαίος. -
14 неразложимый
επ., βρ: -жим, -а, -оαδιαίρετος• αχώριστος ενιαίος αδιάλυτος, δυσα-ποσύνθετος. -
15 неразлучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαχώριστος, αξεχώριστός•-ые друзья αζεχώριστοί φίλοι.
-
16 неразрывный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαδιάρρηκτος, αδιάσπαστος• αχώριστος, απαραβίαστος• αδιάλυτος•-ая сеть αδιάρρηκτο δίχτυ•
-ая связь αδιάρρηκτος δεσμός•
-ая дружба αχώριστη φιλία.
-
17 слитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно (συν)-ενωμένος• αχώριστος• κολλητός•-ое налиса-ние συνενωμένη γραφή.
|| συγχωνεμένος•слитный гул толпы η βουή του πλήθους, οχλοβοή.
См. также в других словарях:
ἀχώριστος — not parted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχώριστος — η, ο (AM ἀχώριστος, ον) 1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος 2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι νεοελλ. (για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε αρχ. εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε … Dictionary of Greek
αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχωρίστως — ἀχώριστος not parted adverbial ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχώριστον — ἀχώριστος not parted masc/fem acc sg ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχωρίστοις — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχωρίστου — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχωρίστους — ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχωρίστων — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχωρίστῳ — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχώριστα — ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)