Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αχώριστος

См. также в других словарях:

  • ἀχώριστος — not parted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχώριστος — η, ο (AM ἀχώριστος, ον) 1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος 2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι νεοελλ. (για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε αρχ. εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχωρίστως — ἀχώριστος not parted adverbial ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχώριστον — ἀχώριστος not parted masc/fem acc sg ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστοις — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστου — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστους — ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστων — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστῳ — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχώριστα — ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»