Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αχρησιμοποίητος

См. также в других словарях:

  • αχρησιμοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, ο αμεταχείριστος 2. καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χρησιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Στέφανο Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • αχρησιμοποίητος — η, ο 1. αυτός που δε χρησιμοποιείται: Ένα δωμάτιο του σπιτιού μένει αχρησιμοποίητο. 2. ακατάλληλος για χρήση: Αυτή η ξυριστική μηχανή είναι πια αχρησιμοποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγγιχτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άψαυστος 2. ακέραιος 3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος 4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου… …   Dictionary of Greek

  • αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί 2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει 3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα 4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατρευτός < λατρεύω] …   Dictionary of Greek

  • αμεταχείριστος — η, ο (Α ἀμεταχείριστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν τόν μεταχειρίζεται ή δεν τόν μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος αρχ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, να τόν χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.… …   Dictionary of Greek

  • ανέγκαιρος — (I) η, ο 1. πρόσφατος 2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγκαιρος]. (II) η, ο [έγκαιρος] 1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα 2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος …   Dictionary of Greek

  • ανενέργητος — η, ο (AM ἀνενέργητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως») 2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων αρχ. μσν. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • απάτητος — η, ο (AM ἀπάτητος, ον) [πατώ] 1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα 2. απροσπέλαστος, άβατος νεοελλ. 1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος 2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό αρχ. ασυνήθιστος, σπάνιος …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοΰφαντος — ον, Α αυτός που μόλις υφάνθηκε στον αργαλειό, δηλαδή ο αχρησιμοποίητος ή, κατ άλλους, αυτός που έχει εξαιρετική ποιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ὑφαντός (< ὑφαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • σουλφάτωση — η, Ν (χημ. ηλεκτρολ.) διεργασία που συνίσταται στον σχηματισμό ενός στρώματος θειούχου μολύβδου στις πλάκες ενός ηλεκτρικού συσσωρευτή μολύβδου, διεργασία που επιταχύνεται όταν ο συσσωρευτής παραμένει αχρησιμοποίητος, γεγονός που οδηγεί τελικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»