-
1 αχορτάριαστος
η, ο не покрытый травой; незаросший;αχορτάριαστος τάφος — свежая могила
См. также в других словарях:
αχορτάριαστος — η, ο αυτός που δεν έβγαλε χόρτο ή δε σκεπάστηκε από χόρτο: Η γη ήταν ακόμη αχορτάριαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)