Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αχολογώ

См. также в других словарях:

  • αχολογώ — αχολογάω / αχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αχολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αχολογώ — ( άω) αντηχώ, αντιλαλώ α) «αχολογάει η θάλασσα» β) «κι αχολογούν βελάσματα κι αχολογούν κουδούνια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αχός «ήχος, βοή» + λογώ] …   Dictionary of Greek

  • αχολογώ — όγησα, αντηχώ, βροντώ: Απ τα τραγούδια τους αχολογούσε ο τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηχολογώ — άω και αχολογώ παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, αχολογώ, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος (ή αχός*) + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. ελεεινο λογώ, κακο λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • καναχίζω — (Α) [καναχή] 1. αντηχώ, κάνω κρότο 2. αποδίδω τον ήχο, αντιλαλώ, αχολογώ 3. (κατά τον Ησύχ.) «καναχίζει οιμώζει» …   Dictionary of Greek

  • αχολογάω — / αχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αχολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ηχολογώ — ησα, αχολογώ (βλ λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»