-
1 αχμάκης
ισσα и α, ικο 1.1) медлительный, неповоротливый; 2) глупый, тупой; 3) простодушный, наивный; простоватый;της φάνηκε — он ей показался чересчур наивным;2. (ο)1) болван, дурак; 2) простак
См. также в других словарях:
αχμάκης — α και ισσα, ικο 1. κουτός, βλάκας 2. νωθρός, οκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahmak «ηλίθιος»] … Dictionary of Greek
αχμάκης — ο θηλ. άκισσα και άκα (λ. τουρκ.), αφελής, κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχμάκικος — η, ο [αχμάκης] αυτός που ταιριάζει σε αχμάκη ή προέρχεται απ αυτόν … Dictionary of Greek