Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αφυλαξία

См. также в других словарях:

  • ἀφυλαξία — ἀφυλαξίᾱ , ἀφυλαξία carelessness in watching fem nom/voc/acc dual ἀφυλαξίᾱ , ἀφυλαξία carelessness in watching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφυλαξία — (I) ἀφυλαξία, η (Α) [αφύλακτος] 1. αμέλεια ως προς τη φύλαξη 2. αμέλεια, αδιαφορία 3. έλλειψη ή απουσία φυλάκων, φρουρών. (II) η η αναφυλαξία* …   Dictionary of Greek

  • αφυλαξία — η (ιατρ.), αλλεργικό φαινόμενο, ευαισθησία του οργανισμού απέναντι σε ορισμένη ουσία κάτω από την επίδραση και ελάχιστης δόσης από την ουσία αυτή, που έτυχε να τη βάλουμε στον οργανισμό μας με ένεση ή κατάποση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφυλαξίαν — ἀφυλαξίᾱν , ἀφυλαξία carelessness in watching fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάφαση — η (Α διάφασις) νεοελλ. η αφυλαξία που προκαλείται από μια κίνηση αρχ. 1. διαφάνεια 2. (φιλοσ.) διαίσθηση, διόραση («κατ ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν Θεόν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • αναφυλαξία — η αλλεργική αρρώστια, η αφυλαξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύλαξη — η 1. η φρούρηση: Η φύλαξη των συνόρων. 2. διαφύλαξη, προφύλαξη, προστασία: Η φύλαξη της ζωής του γινόταν από σωματοφύλακες. 3. συντήρηση, διατήρηση: Άφησε στον αδερφό της τη φύλαξη του σπιτιού της. 4. η αμυντική ικανότητα που εμφανίζουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»