Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αφιλόκερδος

См. также в других словарях:

  • αφιλόκερδος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αγαπά το κέρδος, ο ανιδιοτελής: Είναι καλός γιατρός και αφιλόκερδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφιλοκερδής — ές και αφιλόκερδος, η, ο αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • αφιλοχρήματος — η, ο αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»