-
1 бескорыстный
-
2 безынтересный
επ. βρ: -сен, -сна, -сне1. αδιάφορος, μη κινών το ενδιαφέρο.2. (παλ.) αφιλόκερδος. -
3 бессребреник
-а α. -ца -ы θ.αφιλόκερδος, -η.
См. также в других словарях:
αφιλόκερδος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αγαπά το κέρδος, ο ανιδιοτελής: Είναι καλός γιατρός και αφιλόκερδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφιλοκερδής — ές και αφιλόκερδος, η, ο αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
αφιλοχρήματος — η, ο αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)