-
1 αφανταστος
-
2 αφάνταστος
η, ο [ος, ον ]1) невообразимый, непостижимый; 2) лишённый фантазии; 3) скромный, лишённый тщеславия, высокомерия -
3 αφαντασίαστος
η, ο [ος, ον ] см. αφάνταστος 2 -
4 αφάνταχτος
η, ο1) ничем не примечательный, не выделяющийся, обыкновенный; 2) см. αφάνταστος 3 υφαντός, η, ο [ος, ον ] 1) исчезнувший; убежавший;έγινε αφάνταχτος — его и след простыл;
2) невидимый, незримый;3) малозаметный; 4) см. αυφαντος
См. также в других словарях:
ἀφάνταστος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek
αφάνταστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, που περνά τα όρια της φαντασίας: Είναι αφάνταστες οι καταστροφές που έκαμε ο σεισμός. 2. αυτός που δεν έχει φαντασία: Είναι ποιητής αφάνταστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφαντάστως — ἀφάνταστος without adverbial ἀφάνταστος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστον — ἀφάνταστος without masc/fem acc sg ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστοις — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστου — ἀφάνταστος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστους — ἀφάνταστος without masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστῳ — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστα — ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστοι — ἀφάνταστος without masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)