-
1 невообразимый
-
2 невообразимый
невообразимыйприл ἀφάνταστος, φοβερός:\невообразимый шум φοβερός θόρυβος. -
3 немыслимый
немыслим||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀφάνταστος (невероятный)/ ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος (невозможный)/ ἀπαράδεκτος (неприемлемый):\немыслимыйые условия οἱ ἀφάνταστες συνθήκες. -
4 несусветный
несусветн||ыйприл разг ἀφάνταστος, ἀπερίγραπτος, ἀπίθανος:\несусветныйая чепуха οἱ ἀπίθανες βλακείες. -
5 невообразимый
[ντβααμπραζίμυϊ] εκ. αφάνταστος -
6 немыслимый
[νιμύσλιμυΐ] εκ. απίστευτος, αφάνταστος, αδύνατος -
7 невообразимый
[ντβααμπραζίμυϊ] επ αφάνταστος -
8 немыслимый
[νιμύσλιμυϊ] επ απίστευτος, αφάνταστος, αδύνατος -
9 невообразимый
επ., βρ: -зим, -а, -о.1. αφάνταστος φοβερός, τρομερός• ασύληπτος•холод φοβερό κρύο•
невообразимый беспорядок αταξία που δε λέγεται (αφάνταστη).
2. εξαιρετικός, ισχυρότατος•невообразимый шум πανδαιμόνιο ορυμαγδός.
-
10 немыслимый
επ., βρ: -лим, -а, -оαπίστευτος, απίθανος, αφάνταστος• αδιανόητος. -
11 несметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноτεράστιος• άπειρος, απειράριθμος, αμέτρητος, αφάνταστος•-ая сила τεράστια δύναμη•
-ые толпы αμέτρητα πλήθη•
-ое богатство μυθικός πλούτος.
-
12 несусветный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноκαταπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος, απίθανος. || αφόρητος, ανυπόφορος πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός•-ая жара πολύ μεγάλος καύσονας.
-
13 поразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαταπληκτικός εκπληκτικός απίστευτος, αφάνταστος•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα.
|| θαυμάσιος, υπέροχος, θεσπέσιος•-ая красота βαύμα-ομορφιά.
-
14 умопомрачительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оκαταπληκτικός, εξαιρετικός, αφάνταστος, απίστευτος•красота -ая ομορφιά умопомрачительный τρελλαμός•
умопомрачительный расходы -ые έξοδα τεράστια, για τρελλαμό.
См. также в других словарях:
ἀφάνταστος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek
αφάνταστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, που περνά τα όρια της φαντασίας: Είναι αφάνταστες οι καταστροφές που έκαμε ο σεισμός. 2. αυτός που δεν έχει φαντασία: Είναι ποιητής αφάνταστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφαντάστως — ἀφάνταστος without adverbial ἀφάνταστος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστον — ἀφάνταστος without masc/fem acc sg ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστοις — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστου — ἀφάνταστος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστους — ἀφάνταστος without masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστῳ — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστα — ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστοι — ἀφάνταστος without masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)