Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αυτό+είναι

  • 81 нажнвной

    нажнвн||ой
    прил:
    это дело \нажнвнойо́е разг αὐτό εἶναι πράγμα πού ἀποχτιέται.

    Русско-новогреческий словарь > нажнвной

  • 82 недопустимостьый

    недопустимость||ый
    прил ἀπαράδεκτος, ἀνάρμοστος:
    \недопустимостьыйый посту́пок ἡ ἀπαράδεκτη πράξη· это \недопустимостьыйο αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο.

    Русско-новогреческий словарь > недопустимостьый

  • 83 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 84 опасно

    опасн||о
    1. нареч ἐπικίνδυνα·
    2. предик безл:
    это крайне \опасно (αὐτό) εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο.

    Русско-новогреческий словарь > опасно

  • 85 опера

    опер||а
    ж
    1. (произведение) τό μελόδραμα, ἡ ὀπερα:
    комическая \опера ἡ κωμική ὀπερα·
    2. (помещение) ἡ ὀπερα· ◊ из Другой \операы, не из той \операы разг αὐτό εἶναι ἀλλουνοῦ παπᾶ βαγγέλιο.

    Русско-новогреческий словарь > опера

  • 86 особенно

    особенн||о
    нареч
    1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·
    2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):
    \особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > особенно

  • 87 показательный

    показательн||ый
    прил
    1. (характерный) ἐνδεικτικός, χαρακτηριστικός, δηλωτικός:
    это очень \показательныйο αὐτό εἶναι πολύ ἐνδεικτικό·
    2. (для всеобщего сведения) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:
    \показательный процесс παραδειγματική δίκη·
    3. (образцовый) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:
    \показательныйое хозяйство ὑποδειγματικό νοικοκυριό.

    Русско-новогреческий словарь > показательный

  • 88 равносильный

    равносильный
    прил
    1. ἰσοδύναμος·
    2. (равнозначащий) ἰσότιμος, ισοδύναμος/ ταυτόσημος, ὀμοιος (тождественный):
    э́то \равносильныйο смерти αὐτό εἶναι θάνατος.

    Русско-новогреческий словарь > равносильный

  • 89 статья

    статья
    ж
    1. τό δρθρο[ν]:
    передовая \статья τό κύριο ἄρθρο· \статья конституции τό ἄρθρο τοῦ συντάγματος·
    2. (счета и т. п.) τό κονδύλιο[ν]:
    приходная \статья τό κονδύλιο ἐσόδων ◊ это особая \статья αὐτό εἶναι ξεχωριστό ζήτημα

    Русско-новогреческий словарь > статья

  • 90 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 91 щекотливый

    щекотлив||ый
    прил λεπτός:
    \щекотливый вопрос τό λεπτό ζήτημα· это дело \щекотливыйое αὐτό εἶναι λεπτή ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > щекотливый

  • 92 that's the stuff!

    (that's just what is wanted!) αυτό είναι(που χρειάζεται)

    English-Greek dictionary > that's the stuff!

  • 93 то-то

    [το-το] μόρ. αυτό είναι ακριβώς

    Русско-греческий новый словарь > то-то

  • 94 то-то

    [το-το] μόρ αυτό είναι ακριβώς

    Русско-эллинский словарь > то-то

  • 95 ваш

    -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.
    κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•

    ваш дом το σπίτι σας•

    ваша книга το βιβλίο σας•

    ваше поле το χωράφι σας.

    || ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•

    ваше мнение? η γνώμη μη σας;•

    по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.

    εκφρ.
    ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•
    - е благородие – η ευγένεια σας•
    - е превосходительство – η εξοχότητά σας•
    - е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > ваш

  • 96 ведь

    1. (μόριο επιτακτ.) μά• μήπως, σάμπως• λοιπόν•

    ведь я не ребенок, чтобы не понимать этого μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω•

    ведь это правда? μα αυτό είναι αλήθεια;

    (μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα•

    ведь я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας το ‘λεγα ότι, θα έρθει;

    2. (σύνοεσμος υποταχτικός)• αφού, μια και, ενώ•

    веди нас ведь ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο.

    3. πραγματικά•

    ведь вы были правы πραγματικά εσείς είχατε δίκιο.

    Большой русско-греческий словарь > ведь

  • 97 воля

    θ.
    1. θέληση, βούληση, βουλή•

    сила -и η δύναμη της θέλησης.

    2. επιθυμία, απαιτητικότητα•

    считаться с -ей избирателей παίρνω υπ’ όψη τη θέληση των εκλογέων.

    3. δικαίωμα, διάθεση•

    это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας.

    4. ελευθερία•

    выпустить на волю αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω.

    5. απελευθερία (δούλων).
    εκφρ.
    на -е – έξω, στον καθαρό
    αέρα•
    с -и – απ’ έξω•
    брать (взять) -ю – παίρνω θάρρος, θαρεύω•
    дать -ю слезам – αφήνω ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν•
    дать -ю рукам – α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση•
    воля ваша – όπως θέλετε•
    - ю судеб – οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης.

    Большой русско-греческий словарь > воля

  • 98 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

  • 99 вопрос

    α.
    1. ερώτηση, -μα•

    отвечать на вопрос απαντώ σε ερώτηση•

    обратиться с -ом απευθύνομαι (αποτείνομαι) με ερώτηση, κάνω ερώτηση (ερωτώ).

    || το αμφίβολον, το άλυτον•

    это еще вопрос αυτό είναι ακόμα αμφίβολο•

    поставить под -ом βάζω για εξέταση, για συζήτηση.

    2. ζήτημα•

    обсудить вопрос συζητώ το ζήτημα•

    выдвинуть вопрос προβάλλω ζήτημα•

    поднять вопрос (ξε)ρηκώνω (εγείρω) ζήτημα.

    εκφρ.
    вопрос чести – ζήτημα τιμής•
    вопрос жизни или смерти – ζήτημα ζωής ή θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > вопрос

  • 100 вред

    α.
    βλάβη, ζημιά, φθορά, κακό•

    наводнение причинило много -а η πλημμύρα προξένησε πολλές (μεγάλες) ζημιές•

    это мне во вред αυτό είναι προς ζημία μου•

    эти слухи причинили ему большой вред αυτές οι διαδόσεις τον δυσαρέστησαν πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > вред

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»