Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αυτό+είναι

  • 41 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 42 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 43 неужели

    ερωτημ. μόριο άραγε• αλήθεια• είναι δυνατό•

    неужели вы не знаете моего брата? αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου;•

    неужели это правда άραγε αυτό είναι αλήθεια;•

    неужели он это сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε;

    Большой русско-греческий словарь > неужели

  • 44 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 45 ужасно

    1. επίρ. πάρα πολύ, φοβερά, υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως•

    он ужасно богат αυτός είναι πάμπλουτος.

    2. ως κατηγ. είναι φοβερό, φρικτό, φρίκη•

    ужасно ехать в такой темноте εί-φοβερό να ταξιδεύεις μέσα σε τέτοιο σκοτάδι•

    это ужасно αυτό είναι φρικτό.

    Большой русско-греческий словарь > ужасно

  • 46 довольно

    довольно I
    нареч
    1.прил и нареч) ἀρκετά, ἐπαρκώς:
    я чу́вствую себя́ \довольно хорошо́ αἰσθάνομαι τόν ἐαυτόν μου ἀρκετά καλά· \довольно красивый ἀρκετά δμο-ρφος·
    2. (достаточно) ἀρκετά, ἀρκεί, φθάνει:
    с меня и этого \довольно γιά μένα αὐτό εἶναι ἀρκετό· \довольно, мне это надоело1 φτάνει! βαρέθηκα!· \довольно говорить об э́том! φτάνει (νά μιλάμε) γι· αὐτό!
    довольно II
    нареч μέ Ικανοποίηση, ικανοποιημένος:
    он \довольно улыбался χαμογελούσε μέ Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > довольно

  • 47 иной

    ин||ой
    прил
    1. (другой) ἀλλος:
    \инойыми словами μ' ἄλλα λόγια· по \инойо́му μ· ἀλλο τρόπο, διαφορετικά· не кто \иной как αὐτός ὁ ἰδιος· не что \инойо́е как τίποτε ἄλλο πάρἀ· это \инойое дело αὐτό εἶναι ἀλλη ὑπόθεση· \инойо́го выхода нет δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος· тем или \инойым образом ούτως ἡ ἄλλως·
    2. (некоторый) κάποιος, μερικός:
    \инойые люди κάποιοι, μερικοί· в \инойых слу́чаях σέ μερικές περιπτώσεις· \иной раз κάποτε, καμμιά φορά·
    3. м ὁ ἀλλος:
    \инойо́му это может не понравиться σέ ἀλλον αὐτό μπορεί νά μήν ἀρέσει. и́иок м ὁ μοναχός, ὁ κάλόγερος.

    Русско-новогреческий словарь > иной

  • 48 неожиданность

    неожи́данн||ость
    ж τό ἀναπάντεχο, τό ξαφνικό / τό ἀπροσδόκη-το[ν], τό ἀπρόοπτο[ν] (чего-л.):
    \неожиданностьость его́ прихода смутила меня ὁ ἀπροσδόκητος ἐρχομός του μέ σάστισε· это для меня полная \неожиданностьость αὐτό εἶναι γιά μένα ἐντελως ἀναπάντεχο, αὐτό δέν τό περίμενα ποτέ· возможны всякие \неожиданностьости μπορούν νά συμβούν διάφορα ἀπρόοπτα.

    Русско-новогреческий словарь > неожиданность

  • 49 несущественный

    несущественн||ый
    прил ἐπουσιώδης, ἀσήμαντος:
    это \несущественныйο αὐτό εἶναι ἐπουσιώδες, αὐτό δέν ἔχει σημασία.

    Русско-новогреческий словарь > несущественный

  • 50 вина

    -ы, πλθ. вины θ.
    1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•

    загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•

    простить -у συγχωρώ το λάθος•

    признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•

    эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.

    || ενοχή•

    отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.

    2. αιτία, υπαιτιότητα•

    по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.

    εκφρ.
    по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•
    по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вина

  • 51 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 52 обычай

    α.
    έθιμο, συνήθεια ζακόνι•

    нравы и -и τα ήθη και έθιμα•

    старинный -παλαιό έθιμο•

    местный обычай τοπικό έθιμο•

    это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•

    по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•

    это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > обычай

  • 53 самый

    αντων. οριστική.
    1. ο ίδιος (εντελώς, ακριβώς)•

    с -ого начала εντελώς από την αρχή, ευθύς εξ αρχής, απαρχής, αποξαρχής•

    тот же самый εκείνος ο ίδιος ακριβώς•

    это то же самыйое αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, ένα και το αυτό•

    у -ого моря στην άκρη (ακτή) της θάλασσας•

    -ая середина ακριβώς η μέση.

    || παλ. εκείνος ακριβώς•

    в самый час απάνω στην ώρα•

    в -ю минуту απάνω στο λεφτό.

    2. αυτός καθ εαυτός•

    самый этот факт меня не радует αυτή καθ εαυτή η πράξη δε με χαροποιεί.

    3. σχηματίζει τον υπερθ. β. των επ. ο πιο•

    самый красивый ο πιο όμορφος•

    самый быстрый ο πιο γρήγορος ή ταχύς.

    εκφρ.
    в -ом деле – α) στην πραγματικότητα, β) πραγματικά, αλήθεια, αληθινά•
    на -ом деле – στην πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > самый

  • 54 говорить

    говор||и́ть
    несов
    1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·
    2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:
    \говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·
    3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·
    4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:
    это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!.

    Русско-новогреческий словарь > говорить

  • 55 ли

    ли
    1. частица вопр. перев. вопр. оборотом ἄραγε, μήπως:
    придешь ли ты? θά ἔρθεις ἄραγε;· возможно ли это? εἶναι (άραγε) δυνατό ποτέ;·
    2. частица косвенно-вопр.:
    не знаю, смогу ли я δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω· сомневаюсь, правда ли это ἀμφιβάλλω ἄν αὐτό εἶναι ἀλήθεια·
    3. союз разд.:
    ли... ли... ἰσως... ἰσως..., είτε... είτε...:
    рано ли, поздно ли, ио приду́ ἰσως νωρίς ἰσως ἀργά, πάντως θά ἐρθω.

    Русско-новогреческий словарь > ли

  • 56 невозможно

    невозмо́жн||о
    предик безл ἀδύνατο[ν]:
    это совершенно \невозможно εἶναι ἐντελώς ἀδύνατο· это \невозможно сделать αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > невозможно

  • 57 последний

    последн||ий
    прил в разн. знач. τελευταίος, στερνός:
    в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα

    Русско-новогреческий словарь > последний

  • 58 прекрасно

    прекрасн||о
    1. нареч θαυμάσια, ἔξοχα, λαμπρά, ὠραιότατα, ἐξαίρετα:
    он \прекрасно выглядит ίχει θαυμάσια ὅψη·
    2. предик безл εἶναι θαυμάσιο:
    вот и \прекрасно! θαυμάσια!, λαμπρά!· это \прекрасно αὐτό εἶναι θαυμάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > прекрасно

  • 59 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 60 то-то

    то-то
    частица разг:
    \то-то и есть αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, περί αὐτοῦ ἀκριβώς πρόκειται· \то-то и оно́ αὐτό εἶναι ἀκριβως.

    Русско-новогреческий словарь > то-то

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»